Βέργα στα ουκρανικά
Μετάφραση: βέργα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
застарілий, рококо, гостро, багатозначно, лоза, виноградна лоза
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βέργα
βέργα καλαμάτα, βέργα μέτρησης πετρελαίου, βέργα κουρτίνας ντους, βέργα κουρτίνας μπάνιου, βέργα ντουσ, βέργα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βέργα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βέβαιος στα ουκρανικά - впевнений, деякий, визначений, певний, звичайно, звісно
- βέλος στα ουκρανικά - стрілка, жало, виточка, помчатися, стріла, стрільця, стрелка
- βέσπα στα ουκρανικά - моторолер, мопед, скутер, самокат
- βήμα στα ουκρανικά - простувати, ходе, прямувати, шаг, алюр, спаровування, хода, ...
Τυχαίες λέξεις
Βέργα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: застарілий, рококо, гостро, багатозначно, лоза, виноградна лоза
Μεταφράσεις: застарілий, рококо, гостро, багатозначно, лоза, виноградна лоза