Рококо στα ελληνικά
Μετάφραση: рококо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραβδί, βέργα, κοντάρι, ροκοκό, Rococo, το ροκοκό, του ροκοκό, Στυλ ροκοκό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- великий στα ελληνικά - απίθανος, εκούσια, εκτεταμένος, εκουσίως, κατατάσσω, αισχρός, βαθμός, ...
- відхиліться στα ελληνικά - αποκλίνω, εκτρέπω, παρεκκλίνω, vidhylitsya
- даремний στα ελληνικά - ανωφελής, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες
- комір στα ελληνικά - λουρί, κολάρο, γιακάς, περιλαίμιο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
Τυχαίες λέξεις
Рококо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραβδί, βέργα, κοντάρι, ροκοκό, Rococo, το ροκοκό, του ροκοκό, Στυλ ροκοκό
Μεταφράσεις: ραβδί, βέργα, κοντάρι, ροκοκό, Rococo, το ροκοκό, του ροκοκό, Στυλ ροκοκό