Βελάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: βελάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мекати, мукати, бекати, бекання, блеять
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βελάζω
βελάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βελάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βεβηλώνω στα ουκρανικά - розбещувати, профанувати, дефіле, опоганювати
- βεζίρης στα ουκρανικά - тобто, візир, візире
- βελανίδι στα ουκρανικά - жолуддя, жолудь, Желудь
- βελανιδιά στα ουκρανικά - дуб, дубе
Τυχαίες λέξεις
Βελάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мекати, мукати, бекати, бекання, блеять
Μεταφράσεις: мекати, мукати, бекати, бекання, блеять