Εδραίος στα ουκρανικά
Μετάφραση: εδραίος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
усталених, сталих, устояних, усталені
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εδραίος
εδραίος ατε, εδραίος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εδραίος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εγωκεντρικός στα ουκρανικά - егоцентричний, егоцентрична, егоцентрічний
- εδαφικός στα ουκρανικά - земельний, окружній, окружної, окружний, окружною, територіальна, територіальну
- εδραίωση στα ουκρανικά - консолідація, отвердіння, укріплення, затвердіння
- εδραιώνω στα ουκρανικά - твердіти, зміцніть, доставати, укріпити, гарантувати, достати, поєднувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Εδραίος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: усталених, сталих, устояних, усталені
Μεταφράσεις: усталених, сталих, устояних, усталені