Ελάφι στα ουκρανικά
Μετάφραση: ελάφι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
олень, олені, оленя
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάφι
ελάφι στα αγγλικά, ελάφι κυνηγια, ελάφι στιφάδο, ελάφι της κερύνειας, ελάφι ονειροκρίτης, ελάφι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ελάφι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ελάττωμα στα ουκρανικά - провина, нестача, відсутній, недостача, дефект
- ελάττωση στα ουκρανικά - зменшування, усунення, ослаблення, анулювання, скорочення, зменшення
- ελάχιστος στα ουκρανικά - мінімуми, дрібниці, мінімум, щонайменше, принаймні
- ελέγχω στα ουκρανικά - тестувати, проба, пробуватися, ревізія, випробувати, тест, ревізувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελάφι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: олень, олені, оленя
Μεταφράσεις: олень, олені, оленя