Ελάφι στα ρωσικά
Μετάφραση: ελάφι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
олень, олени, оленей, оленя, оленем
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάφι
ελάφι στα αγγλικά, ελάφι κυνηγια, ελάφι στιφάδο, ελάφι της κερύνειας, ελάφι ονειροκρίτης, ελάφι λεξικό γλώσσας ρωσικά, ελάφι στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ελάττωμα στα ρωσικά - недостача, недостаток, порок, дезертировать, дефицит, изъян, нехватка, ...
- ελάττωση στα ρωσικά - уменьшение, приостановка, скидка, убавление, послабление, смягчение, отмена, ...
- ελάχιστος στα ρωσικά - минимальный, горняк, минимум, минимальная, минимальное, минимального
- ελέγχω στα ρωσικά - проверка, пробоваться, зачёт, искус, аудитор, испытание, опыт, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελάφι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: олень, олени, оленей, оленя, оленем
Μεταφράσεις: олень, олени, оленей, оленя, оленем