Επουλώνομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: επουλώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виліковувати, вилікувати, загоїтися, гоїтися, шрам, рубець
Επουλώνομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επουλώνομαι

επουλώνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επουλώνομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επονομάζω στα ουκρανικά - стругати, приганяти, обрубувати, обтісувати, прізвисько
  • εποπτεύω στα ουκρανικά - нагляньте, безтурботний, проконтролювати, байдужний, безжурний, контролювати, контролюватиме, ...
  • επουλώνω στα ουκρανικά - гоїтися, загоїтися, виліковувати, вилікувати, зцілювати, зціляти, вздоровляти, ...
  • επουράνιος στα ουκρανικά - астрономічний, небесний, небесне, небесного
Τυχαίες λέξεις
Επουλώνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виліковувати, вилікувати, загоїтися, гоїтися, шрам, рубець