Επουλώνομαι στα σουηδικά
Μετάφραση: επουλώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läka, bota, ärr, scar, ärret, scaren, ojämnare ärr
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επουλώνομαι
επουλώνομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, επουλώνομαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επονομάζω στα σουηδικά - smeknamn, smeknamnet, alias, nickname, kortnamn
- εποπτεύω στα σουηδικά - inspektera, syna, övervaka, utöva tillsyn, kontrollera, övervakar, utöva tillsyn över
- επουλώνω στα σουηδικά - bota, läka, hela, läker, att läka
- επουράνιος στα σουηδικά - himmelska, himmelsk, Heavenly, vår himmelske, himmelske
Τυχαίες λέξεις
Επουλώνομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: läka, bota, ärr, scar, ärret, scaren, ojämnare ärr
Μεταφράσεις: läka, bota, ärr, scar, ärret, scaren, ojämnare ärr