Εφηβεία στα ουκρανικά

Μετάφραση: εφηβεία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
моложавість, юність, статева зрілість, полова зрілість
Εφηβεία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφηβεία

εφηβεία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εφηβεία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εφευρετικότητα στα ουκρανικά - винахідливість
  • εφεύρεση στα ουκρανικά - винайдення, винахід, відкриття
  • εφηβικός στα ουκρανικά - підлітковий, підліток, дівочий, юнацький, шлюбний, шлюбного, шлюбну
  • εφημέριος στα ουκρανικά - пасторе, капелан, священик, проповідник, калина, капелане, пастор
Τυχαίες λέξεις
Εφηβεία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: моложавість, юність, статева зрілість, полова зрілість