Κέντημα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κέντημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ціноутворення, вартість, вишивка, вишиванка, вишивання, вишивки
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κέντημα
κέντημα σε ρούχα, κέντημα αγγλικά, κέντημα στα αγγλικά, κέντημα με χάντρες, κέντημα σε καμβά, κέντημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κέντημα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κέικ στα ουκρανικά - кекс, злиток, таблетка, брикет, кусковий, каїк, торт
- κέλυφος στα ουκρανικά - облямовування, патрона, міна, минь, стручок, лушпиння, корпус, ...
- κέντρισμα στα ουκρανικά - удар, рити, викопати, копати, шпора
- κέντρο στα ουκρανικά - центр, центру
Τυχαίες λέξεις
Κέντημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ціноутворення, вартість, вишивка, вишиванка, вишивання, вишивки
Μεταφράσεις: ціноутворення, вартість, вишивка, вишиванка, вишивання, вишивки