Κεφάλι στα ουκρανικά
Μετάφραση: κεφάλι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передній, наконечник, капелюшок, керівник, глава, голова, розділ
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφάλι
κεφάλι βελουχιώτη, κεφάλι άρη βελουχιώτη, κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια στίχοι, κεφάλι γιαγκούλα, κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια, κεφάλι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κεφάλι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κεσάτι στα ουκρανικά - спад, болото, kesati
- κεφάλαιο στα ουκρανικά - авуари, перевага, стаття, майно, актив, капітал, капіталу
- κεφάτος στα ουκρανικά - юпітер, свіжий, живої, прохолодний, живою, веселий, свято, ...
- κεφαλαιοποίηση στα ουκρανικά - капіталізація
Τυχαίες λέξεις
Κεφάλι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: передній, наконечник, капелюшок, керівник, глава, голова, розділ
Μεταφράσεις: передній, наконечник, капелюшок, керівник, глава, голова, розділ