Κεφάλι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κεφάλι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chefe, cabeçalho, encabeçar, principal, título, cabeça, epígrafe, mente, ele, cabeça de, a cabeça, da cabeça
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφάλι
κεφάλι βελουχιώτη, κεφάλι άρη βελουχιώτη, κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια στίχοι, κεφάλι γιαγκούλα, κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια, κεφάλι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κεφάλι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κεσάτι στα πορτογαλικά - crise, kesati
- κεφάλαιο στα πορτογαλικά - recurso, capital, de capital, capitais, capital de, o capital
- κεφάτος στα πορτογαλικά - alegre, jovial, festivo, Feliz, merry, do Feliz, inverno
- κεφαλαιοποίηση στα πορτογαλικά - capitalização, de capitalização, capitalização de, a capitalização, maiúsculas
Τυχαίες λέξεις
Κεφάλι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: chefe, cabeçalho, encabeçar, principal, título, cabeça, epígrafe, mente, ele, cabeça de, a cabeça, da cabeça
Μεταφράσεις: chefe, cabeçalho, encabeçar, principal, título, cabeça, epígrafe, mente, ele, cabeça de, a cabeça, da cabeça