Κεφάλι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κεφάλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvoerder, chef, geleiden, rubriek, graad, opperhoofd, titel, onderschrift, baas, krop, geest, hoofd, verstand, leiden, kop, directeur, het hoofd, weg, head
Κεφάλι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεφάλι

κεφάλι βελουχιώτη, κεφάλι άρη βελουχιώτη, κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια στίχοι, κεφάλι γιαγκούλα, κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια, κεφάλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κεφάλι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κεσάτι στα ολλανδικά - crisis, kesati
  • κεφάλαιο στα ολλανδικά - acquisitie, aanwinst, prooi, buit, hoofdstad, kapitaal, vermogen, ...
  • κεφάτος στα ολλανδικά - opgewekt, vrolijk, monter, lustig, Vrolijke, De vrolijke, merry, ...
  • κεφαλαιοποίηση στα ολλανδικά - kapitalisatie, kapitalisatieaandelen, en kapitalisatieaandelen, als kapitalisatieaandelen, marktkapitalisatie
Τυχαίες λέξεις
Κεφάλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanvoerder, chef, geleiden, rubriek, graad, opperhoofd, titel, onderschrift, baas, krop, geest, hoofd, verstand, leiden, kop, directeur, het hoofd, weg, head