Κούτσουρο στα ουκρανικά
Μετάφραση: κούτσουρο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
огарок, пень, недогарок, корчувати, пеньок
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κούτσουρο
κούτσουρο καθαρισμού καμινάδας, κούτσουρο από χαρτί, κούτσουρο καπνοκαθαριστής, κούτσουρο καθαρισμού, ονειροκριτης κούτσουρο, κούτσουρο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κούτσουρο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κούρσα στα ουκρανικά - вагонетка, кар, автомобіль, візків, візок, самодержець, вагон, ...
- κούτελο στα ουκρανικά - лоб, чоло, лоба
- κούφιος στα ουκρανικά - запалий, порожнина, дупло, печера, порожнеча, порожнистий, порожній, ...
- κράζω στα ουκρανικά - як, вереск, виск, вищання, визг, верещання
Τυχαίες λέξεις
Κούτσουρο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: огарок, пень, недогарок, корчувати, пеньок
Μεταφράσεις: огарок, пень, недогарок, корчувати, пеньок