Хватка στα ελληνικά
Μετάφραση: хватка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, λαβή, κράτημα, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доцентровий στα ελληνικά - κεντρομόλος, κεντρομόλο, κεντρομόλου, κεντρομόλες, κεντρομόλα
- дядько στα ελληνικά - θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο
- конвергенція στα ελληνικά - σύγκλιση, σύγκλισης, τη σύγκλιση, της σύγκλισης, η σύγκλιση
- марнується στα ελληνικά - σπάταλος, σπατάλη, Μεγάλη χαμένη, χαμένη, φάσης, της φάσης
Τυχαίες λέξεις
Хватка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, λαβή, κράτημα, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής
Μεταφράσεις: πιάνω, λαβή, κράτημα, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής