Λιγομίλητος στα ουκρανικά
Μετάφραση: λιγομίλητος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мовчазність, умовчування, стриманість, скритність, ligomilitos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιγομίλητος
λιγομίλητος συνώνυμο, λιγομίλητος συνώνυμα, λιγομίλητος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιγομίλητος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λιγνίτης στα ουκρανικά - дерев'янистий, буре вугілля
- λιγνός στα ουκρανικά - витягувати, тонкий, худий, найгіршому, худою, поганий, крайній
- λιγοστός στα ουκρανικά - луговою, трохи, мало, лугової, луговій, луговий, трішки, ...
- λιγόλογος στα ουκρανικά - умовчування, мовчазність, скритність, стриманість, мовчазний, мовчазна, мовчазне
Τυχαίες λέξεις
Λιγομίλητος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мовчазність, умовчування, стриманість, скритність, ligomilitos
Μεταφράσεις: мовчазність, умовчування, стриманість, скритність, ligomilitos