Ντουλάπα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ντουλάπα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наглядачка, шафу, стінна шафа, стінну шафу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντουλάπα
ντουλάπα υπνοδωματίου, ντουλάπα πρακτικερ, ντουλάπα υφασμάτινη, ντουλάπα ρούχων, ντουλάπα ικεα, ντουλάπα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ντουλάπα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ντοπάρω στα ουκρανικά - наркотик, одурманювати, допінг
- ντουέτο στα ουκρανικά - дует
- ντουλάπι στα ουκρανικά - сервант, шафа, буфет, шафу, шкаф
- ντους στα ουκρανικά - поливати, зрошувати, занедбувати, душ, закидати
Τυχαίες λέξεις
Ντουλάπα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наглядачка, шафу, стінна шафа, стінну шафу
Μεταφράσεις: наглядачка, шафу, стінна шафа, стінну шафу