Наглядачка στα ελληνικά
Μετάφραση: наглядачка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντουλάπα, wardress
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вироби στα ελληνικά - αποθήκη, προϊόντα, υγιεινής, υλικά, σκεύη, ware
- декомпозиція στα ελληνικά - αποσύνθεση, Διάσπασης, αποσύνθεσης, αποσυνθέσεως, την αποσύνθεση
- заперечити στα ελληνικά - απορρίπτω, ορμή, αποποιούμαι, ένσταση, αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, ...
- кайзер στα ελληνικά - ειδωλοσκόπιο, κάιζερ, Kaiser, η Kaiser, την Kaiser, αυτοκράτορας
Τυχαίες λέξεις
Наглядачка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντουλάπα, wardress
Μεταφράσεις: ντουλάπα, wardress