Пробивати στα ελληνικά
Μετάφραση: пробивати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβιάζω, παραβίαση, ρήγμα, αθετώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Μεταφράσεις
- біографічний στα ελληνικά - βιογραφικός, βιογραφικά, βιογραφικό, βιογραφικές, βιογραφική
- витрачати στα ελληνικά - απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- застувати στα ελληνικά - παρακωλύω, κωλυσιεργώ, zastuvaty
- лес στα ελληνικά - σοφίτα, κίτρινη ασβεστώδης λάσπη, loess, όπου παρατηρούνται απώλειες, ασβεστιτικός πηλός, ασβεστιτικός
Τυχαίες λέξεις
Пробивати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβιάζω, παραβίαση, ρήγμα, αθετώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Μεταφράσεις: παραβιάζω, παραβίαση, ρήγμα, αθετώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά