Πνίγομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: πνίγομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затопляти, заливати, потонути, потопити, тонути, задушити, придушити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πνίγομαι
αντώνης βαρδής-πνίγομαι, καλέ πνίγομαι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, πνίγομαι αγγλικά, πνίγομαι με το σάλιο, πνίγομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πνίγομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πλύση στα ουκρανικά - слабкість, слабість, водянистість, кволість, мити
- πλύσιμο στα ουκρανικά - вмитись, вмитися, промивання, мийка, миття, Мойка
- πνίγω στα ουκρανικά - розбивати, здержувати, тушити, задихатись, опановувати, задихатися, губити, ...
- πνευματικά στα ουκρανικά - духовно, Авторське, авторський, Авторські, авторська, авторську
Τυχαίες λέξεις
Πνίγομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: затопляти, заливати, потонути, потопити, тонути, задушити, придушити
Μεταφράσεις: затопляти, заливати, потонути, потопити, тонути, задушити, придушити