Προβάλλω στα ουκρανικά
Μετάφραση: προβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забороняє, висувати, висуватиме, висуватимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προβάλλω
προβάλλω αόριστοσ, προβάλλω προβάλω, προβάλλω τον τόπο μου, προβάλλω συνώνυμα, προβάλλω ρημα, προβάλλω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προβάλλω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προαγωγή στα ουκρανικά - просування, продвижение, поступ
- προαύλιο στα ουκρανικά - дзявкання, зовнішній, відкритий
- προβαίνω στα ουκρανικά - просуватися, авансувати, просунутися, аванс, процедури, йти, іти
- προβατίνα στα ουκρανικά - вівця, скринька, овца, вівцю, баран, овечка
Τυχαίες λέξεις
Προβάλλω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: забороняє, висувати, висуватиме, висуватимуть
Μεταφράσεις: забороняє, висувати, висуватиме, висуватимуть