Πρόσφυμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: πρόσφυμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикріпити, афікс, прикріплювати, прикріпляти, суфікс
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφυμα
πρόσφυμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πρόσφυμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πρόσφορος στα ουκρανικά - придатний, підхожий, примірка, годитися, монтаж, встановлення, зручний, ...
- πρόσφυγας στα ουκρανικά - притулок, біженець, біженця
- πρόσφυση στα ουκρανικά - прирощення, прирощування, адгезія, адгезію
- πρόσχαρος στα ουκρανικά - виробляючий, добрий, сердечний, доброзичливий, ласкавий, добродушний, веселий, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφυμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прикріпити, афікс, прикріплювати, прикріпляти, суфікс
Μεταφράσεις: прикріпити, афікс, прикріплювати, прикріпляти, суфікс