Πρόσφυμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πρόσφυμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afixar, sufixo, sufixo de, sufixos, de sufixo, o sufixo
Πρόσφυμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφυμα

πρόσφυμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πρόσφυμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πρόσφορος στα πορτογαλικά - terno, fato, ajuste, caber, apropriado, adaptação, conveniente, ...
  • πρόσφυγας στα πορτογαλικά - refugiados, refugiado, de refugiado, de refugiados, dos refugiados
  • πρόσφυση στα πορτογαλικά - adesão, aderência, de adesão, a adesão, ades�
  • πρόσχαρος στα πορτογαλικά - gentil, amável, afável, bondoso, jovial, alegre
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφυμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: afixar, sufixo, sufixo de, sufixos, de sufixo, o sufixo