Στριγκλιά στα ουκρανικά

Μετάφραση: στριγκλιά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вереск, виск, вищання, визг, верещання
Στριγκλιά στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στριγκλιά

στριγκλιά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στριγκλιά στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στριγγλίζω στα ουκρανικά - безпритульники, жовток, вати, пронизливо
  • στριγκλίζω στα ουκρανικά - кричущий, верескливий, крик, скрик, верещати, кричати, крикнути, ...
  • στριμώχνω στα ουκρανικά - кут, стиск, куток, закуток, відтиск, здавити, відбиток, ...
  • στριφογυρίζω στα ουκρανικά - кружляння, крутитися, крутити, прясти, звиватися, ізвиватися, звивається, ...
Τυχαίες λέξεις
Στριγκλιά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вереск, виск, вищання, визг, верещання