Φυσιολογικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: φυσιολογικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нормальний, звичайний, середньоарифметичний, фізіологічний, статевої
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυσιολογικός
φυσιολογικός σφυγμός, φυσιολογικός ορός, φυσιολογικός όγκος προστάτη, φυσιολογικός τοκετός μετά από καισαρική, φυσιολογικός τοκετός ή καισαρική, φυσιολογικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φυσιολογικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φυσικός στα ουκρανικά - фізичний, фізична, фізичне
- φυσιοθεραπεία στα ουκρανικά - фізіотерапія
- φυσώ στα ουκρανικά - дмухнути, лаяти, нещасті, пустити, дмухати, віяти, удар, ...
- φυτίλι στα ουκρανικά - плавка, сірник, зварювати, розчинятися, пробка, сплавляти, гніт, ...
Τυχαίες λέξεις
Φυσιολογικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нормальний, звичайний, середньоарифметичний, фізіологічний, статевої
Μεταφράσεις: нормальний, звичайний, середньоарифметичний, фізіологічний, статевої