Άσθμα στα πολωνικά
Μετάφραση: άσθμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dychawica, dusznica, astma, astmy, astmę, astmą, astmie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άσθμα
άσθμα συμπτώματα, άσθμα αντιμετώπιση, άσθμα και άσκηση, άσθμα και κάπνισμα, άσθμα βότανα, άσθμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, άσθμα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- άρωμα στα πολωνικά - zwąchać, zapach, trop, węszyć, wykadzać, pachnidło, wietrzyć, ...
- άσεμνος στα πολωνικά - sprośny, nieprzyzwoity, niemoralny, obsceniczny, plugawy, niecenzuralny, grubiański, ...
- άσκηση στα πολωνικά - wiercić, ordynować, musztarda, drelich, ćwiczenie, wykonywanie, zeszyt, ...
- άσκοπος στα πολωνικά - bezsensowny, bezcelowy, tępy, nierzeczowy, bezcelowe, aimless, bez celu, ...
Τυχαίες λέξεις
Άσθμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dychawica, dusznica, astma, astmy, astmę, astmą, astmie
Μεταφράσεις: dychawica, dusznica, astma, astmy, astmę, astmą, astmie