Άσθμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: άσθμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aamborstigheid, astma, van astma, asthma
Άσθμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άσθμα

άσθμα συμπτώματα, άσθμα αντιμετώπιση, άσθμα και άσκηση, άσθμα και κάπνισμα, άσθμα βότανα, άσθμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άσθμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άρωμα στα ολλανδικά - ruiken, geur, lucht, odeur, parfum, aroma, luchtje, ...
  • άσεμνος στα ολλανδικά - schunnig, schuin, weerzinwekkend, obsceen, vuil, onkuis, onkuise
  • άσκηση στα ολλανδικά - aanwenden, gebruik, uitoefenen, aanboren, beoefenen, drillen, doorboren, ...
  • άσκοπος στα ολλανδικά - doelloos, doelloze, zonder doel, aimless, doellooze
Τυχαίες λέξεις
Άσθμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aamborstigheid, astma, van astma, asthma