Αταξία στα πολωνικά

Μετάφραση: αταξία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
roztrzepać, dolegliwość, rozstrój, bałagan, nieład, rozwichrzyć, choroba, zaburzenie, nieporządek, bezład, ataksja, ataksji, ataksję, ataxia, zespół ataksja
Αταξία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αταξία

αταξία του φρίντραϊχ, αταξια τηλεαγγειεκτασία, αταξία τελαγγειεκτασία, αταξία του φρίτραϊχ, αταξία ορισμός, αταξία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αταξία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αταβισμός στα πολωνικά - atawistyczny, atawizm, atavism, atawizmem
  • αταβιστικός στα πολωνικά - atawistyczny, atawistyczne, atawistycznym, atawistycznej
  • αταραξία στα πολωνικά - spokój, opanowanie, kwietyzm
  • ατελιέ στα πολωνικά - warsztat, manufaktura, zakład, pracownia, hala, studio, studyjny, ...
Τυχαίες λέξεις
Αταξία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: roztrzepać, dolegliwość, rozstrój, bałagan, nieład, rozwichrzyć, choroba, zaburzenie, nieporządek, bezład, ataksja, ataksji, ataksję, ataxia, zespół ataksja