Γελώ στα πολωνικά
Μετάφραση: γελώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naśmiać, uśmiać, śmiech, wyśmiać, pośmiać, śmiać, roześmiać, śmiać się, śmieją, śmiechu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γελώ
γελώ λεξικό, γελάω στα αρχαία ελληνικά, γελώ κλίση, γελώ ορισμός, γελώ συνώνυμα, γελώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, γελώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γελοιότητα στα πολωνικά - śmieszność, nonsens, absurd, absurdalność, niedorzeczność, ridiculousness
- γελωτοποιός στα πολωνικά - żartowniś, wesołek, błazen, dowcipniś, jester
- γεμάτος στα πολωνικά - pełny, pełen, kompletny, pełnowartościowy, pełnoprawny, pełnoetatowy, w pełni, ...
- γεμίζω στα πολωνικά - zalęgać, obsypać, nabić, wypchać, zalepiać, obciążanie, obsadzić, ...
Τυχαίες λέξεις
Γελώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: naśmiać, uśmiać, śmiech, wyśmiać, pośmiać, śmiać, roześmiać, śmiać się, śmieją, śmiechu
Μεταφράσεις: naśmiać, uśmiać, śmiech, wyśmiać, pośmiać, śmiać, roześmiać, śmiać się, śmieją, śmiechu