Wściekły στα ελληνικά
Μετάφραση: wściekły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρελός, βάρβαρος, βίαιος, μαινόμενος, κουζουλός, λυσσαλέος, άγριος, οργισμένος, μανιασμένος, λωλός, θυμωμένος, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, εξαγριωμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atomizować στα ελληνικά - ψεκάζω, ψεκάσει, ψεκάζουν, την εξαέρωση, εξαερωθούν
- dioda-pentoda στα ελληνικά - διόδων, δίοδο, με δίοδο, διόδων ως
- drażnienie στα ελληνικά - ερεθισμός, ερεθισμό, ερεθισμού, ερεθισμό του, τον ερεθισμό
- emigrowanie στα ελληνικά - αποδημία, μετανάστευση, μετανάστευσης, αποδημίας, η μετανάστευση
Τυχαίες λέξεις
Wściekły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρελός, βάρβαρος, βίαιος, μαινόμενος, κουζουλός, λυσσαλέος, άγριος, οργισμένος, μανιασμένος, λωλός, θυμωμένος, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, εξαγριωμένη
Μεταφράσεις: τρελός, βάρβαρος, βίαιος, μαινόμενος, κουζουλός, λυσσαλέος, άγριος, οργισμένος, μανιασμένος, λωλός, θυμωμένος, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, εξαγριωμένη