Μετριόφρων στα πολωνικά
Μετάφραση: μετριόφρων, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyzwoity, skromny, obyczajny, skromne, skromna, niewielki, skromnym
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετριόφρων
μετριόφρων λεξικό, μετριόφρων το αντιθετο, μετριόφρων τι σημαινει, μετριόφρων σημασια, μετριόφρων english, μετριόφρων λεξικό γλώσσας πολωνικά, μετριόφρων στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μετριότητα στα πολωνικά - miernota, mierność, przeciętność, przeciętności, mediocrity
- μετριόφρονας στα πολωνικά - skromny, bezpretensjonalny, skromne, unassuming, skromna
- μετρώ στα πολωνικά - miarka, mierzyć, obliczanie, porachować, przymiar, zliczanie, obrachować, ...
- μηδέν στα πολωνικά - zero, wyzerować, zerowy, zera, zerowej, zerowego
Τυχαίες λέξεις
Μετριόφρων στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przyzwoity, skromny, obyczajny, skromne, skromna, niewielki, skromnym
Μεταφράσεις: przyzwoity, skromny, obyczajny, skromne, skromna, niewielki, skromnym