Obyczajny στα ελληνικά
Μετάφραση: obyczajny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριόφρων, ηθικός, επιμύθιο, πρέπων, εύσχημος, σεμνός, ευπρεπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brzemię στα ελληνικά - φορτώνω, γεμίζω, φορτίζω, βάρος, ζαλίκι, φορτίο, επιβάρυνση, ...
- domierzać στα ελληνικά - παραδίνω, δίνω, μετρήσετε, μέτρο έξω, μετρήσει τις, measure out, λειτουργία measure out
- duplikacja στα ελληνικά - επικάλυψη, επικαλύψεων, αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη, η επικάλυψη
- fonetyk στα ελληνικά - φωνολόγος
Τυχαίες λέξεις
Obyczajny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριόφρων, ηθικός, επιμύθιο, πρέπων, εύσχημος, σεμνός, ευπρεπής
Μεταφράσεις: μετριόφρων, ηθικός, επιμύθιο, πρέπων, εύσχημος, σεμνός, ευπρεπής