Uporczywość στα ελληνικά
Μετάφραση: uporczywość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμονή, πείσμα, εμμονή, εμμονής, η επιμονή, παραμονή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bakteriolog στα ελληνικά - μικροβιολόγος, βακτηριολόγος, βακτηριολόγο, μικροβιολόγο
- ciąża στα ελληνικά - εγκυμοσύνη, κύηση, κυοφορία, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης
- deliberować στα ελληνικά - εσκεμμένος, σκόπιμη, εσκεμμένη, σκόπιμης, εκούσιας, εκ προθέσεως
- depresja στα ελληνικά - ελάττωση, κατάθλιψη, ύφεση, μείωση, κατάθλιψης, την κατάθλιψη, της κατάθλιψης, ...
Τυχαίες λέξεις
Uporczywość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμονή, πείσμα, εμμονή, εμμονής, η επιμονή, παραμονή
Μεταφράσεις: επιμονή, πείσμα, εμμονή, εμμονής, η επιμονή, παραμονή