Wędrówka στα ελληνικά
Μετάφραση: wędrówka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγύρτης, μετανάστευση, ταξιδεύω, φάσμα, αποδημία, εμβέλεια, ταξίδι, περιπλανιέμαι, πεζοπορία, αλήτης, μόρτης, διακυμαίνομαι, προσκύνημα, πεζοπορώ, αύξηση, αύξηση των, χαράτσι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akompaniować στα ελληνικά - ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, να συνοδεύει, να συνοδεύουν
- drożyna στα ελληνικά - πάροδος, δρομάκι, λωρίδα, μονοπάτι, μονοπατιού, μονοπάτι που, πεζοδρόμιο
- ewolucjonizm στα ελληνικά - εξελικτισμός, εξελικτισμό, εξελικτικισμό, εξελικτισμού, εξελικτική
- groteskowo στα ελληνικά - γκροτέσκο, γκροτέσκο τρόπο, τερατώδη, αποκρουστικά, με γκροτέσκο
Τυχαίες λέξεις
Wędrówka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγύρτης, μετανάστευση, ταξιδεύω, φάσμα, αποδημία, εμβέλεια, ταξίδι, περιπλανιέμαι, πεζοπορία, αλήτης, μόρτης, διακυμαίνομαι, προσκύνημα, πεζοπορώ, αύξηση, αύξηση των, χαράτσι
Μεταφράσεις: αγύρτης, μετανάστευση, ταξιδεύω, φάσμα, αποδημία, εμβέλεια, ταξίδι, περιπλανιέμαι, πεζοπορία, αλήτης, μόρτης, διακυμαίνομαι, προσκύνημα, πεζοπορώ, αύξηση, αύξηση των, χαράτσι