Σιχαίνομαι στα πολωνικά
Μετάφραση: σιχαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czuć, nienawidzić, brzydzić, loathe, brzydzą, brzydzą się
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σιχαίνομαι
σιχαίνομαι αγγλικα, σιχαίνομαι το ψεμα, σιχαίνομαι τον εαυτο μου, σιχαίνομαι την πεθερά μου, σιχαίνομαι τα ψεματα, σιχαίνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, σιχαίνομαι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σιδηρόδρομος στα πολωνικά - kolej, popędzać, kolej żelazna, kolejowe, railroad, kolejowych
- σιτίζω στα πολωνικά - dostarczać, żywić, zasilać, posuw, zerować, dożywianie, doprowadzać, ...
- σιωπή στα πολωνικά - cisza, bezgłos, uciszyć, uspokajać, zamilknięcie, milczenie, uciszenie, ...
- σιωπηλός στα πολωνικά - niemiły, cichy, bezszelestny, niemy, milczący, bezgłośny, milczy
Τυχαίες λέξεις
Σιχαίνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: czuć, nienawidzić, brzydzić, loathe, brzydzą, brzydzą się
Μεταφράσεις: czuć, nienawidzić, brzydzić, loathe, brzydzą, brzydzą się