Um στα ελληνικά

Μετάφραση: um, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύπαντρος, μία, ένας, αρμονία, ένα, μόνος, μονόκλινος, ενότητα, μονός, μια, α
Um στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ultrapassagem στα ελληνικά - επιτηρώ, ξεχειλίζω, υπερχείλιση, επιβλέπω, πέρασμα, διασταύρωσης, συνεργαζόμενος, ...
  • ultrapassar στα ελληνικά - προσπερνώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, μετατάσσω, μεταβίβαση, μετάθεση, μεταγράφω, ...
  • uma στα ελληνικά - ένας, ένα, μονός, αρμονία, ανύπαντρος, μονόκλινος, μία, ...
  • undécima στα ελληνικά - αποκλείω, εξαλείφω, ενδέκατος, ενδέκατη, ενδέκατο, ενδέκατης, ενδέκατου
Τυχαίες λέξεις
Um στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, μία, ένας, αρμονία, ένα, μόνος, μονόκλινος, ενότητα, μονός, μια, α