Αδιάκριτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδιάκριτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curioso, bisbilhoteiro, Snooper, Snooper de, O Snooper, intrometido
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάκριτος
αδιάκριτος στα αγγλικά, αδιάκριτος αγγλικά, αδιάκριτοσ english, αδιάκριτος συνώνυμο, αδιάκριτος μετάφραση, αδιάκριτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδιάκριτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδιάθετος στα πορτογαλικά - indisposto, indisposição, mal, doente, de indisposição
- αδιάκοπος στα πορτογαλικά - contínuo, constante, permanente, incessante, incessantes, unceasing, sem cessar
- αδιάλλακτος στα πορτογαλικά - direita, certo, teso, rígido, são, hirto, intransigente, ...
- αδιάλυτος στα πορτογαλικά - insolúvel, insolúveis, insolúvel em, insol�el, insolúveis em
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκριτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: curioso, bisbilhoteiro, Snooper, Snooper de, O Snooper, intrometido
Μεταφράσεις: curioso, bisbilhoteiro, Snooper, Snooper de, O Snooper, intrometido