Αδιαμφισβήτητος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδιαμφισβήτητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incontestável, indisputável, indiscutível, inquestionável, indiscutíveis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιαμφισβήτητος
αδιαμφισβήτητος στα αγγλικά, αδιαμφισβήτητος συνώνυμο, αδιαμφισβήτητος συνώνυμα, αδιαμφισβήτητοσ ετυμολογια, αδιαμφισβήτητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδιαμφισβήτητος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδιάφορος στα πορτογαλικά - indiferente, indiferentes, indiferença, Indifferent, insensível
- αδιαλλαξία στα πορτογαλικά - intransigência, a intransigência
- αδιαφανής στα πορτογαλικά - opaco, opaca, opacos, opacas, opacidade
- αδιαφορία στα πορτογαλικά - indolência, apatia, langor, indiferença, a indiferença, de indiferença, da indiferença, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδιαμφισβήτητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: incontestável, indisputável, indiscutível, inquestionável, indiscutíveis
Μεταφράσεις: incontestável, indisputável, indiscutível, inquestionável, indiscutíveis