Ακεραιότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακεραιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
unidade, união, integridade, a integridade, de integridade, integridade do, da integridade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακεραιότητα
ακεραιότητα χαρακτήρα, ακεραιότητα αναφορών access, ακεραιότητα συνώνυμα, ακεραιότητα in english, ακεραιότητα αναφορών, ακεραιότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακεραιότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακαταστασία στα πορτογαλικά - desordem, desobedecer, desordenar, desleixo, desmazelo, desalinho, untidiness
- ακατοίκητος στα πορτογαλικά - inabitável, inabitáveis, uninhabitable
- ακλόνητος στα πορτογαλικά - inabalado, firme, inabalável, inabalada, inabaláveis
- ακμάζω στα πορτογαλικά - floresça, farinha, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor
Τυχαίες λέξεις
Ακεραιότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: unidade, união, integridade, a integridade, de integridade, integridade do, da integridade
Μεταφράσεις: unidade, união, integridade, a integridade, de integridade, integridade do, da integridade