Unidade στα ελληνικά
Μετάφραση: unidade, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, ενότητα, συνενώνω, ακεραιότητα, αρμονία, ενοποιώ, μονάδας, συσκευή, μονάδος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- unha στα ελληνικά - νύχι, καρφί, αφελής, πρόκα, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
- unicamente στα ελληνικά - στερεός, αποκλειστικά, συμπαγής, μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, ...
- unificar στα ελληνικά - συνενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, ενώνω, ενοποίηση, ενοποιήσει, ...
- uniforme στα ελληνικά - ομοιόμορφος, ενιαίος, στολή, ενοποιώ, ομοιόμορφη, ομοιόμορφο, ενιαίων, ...
Τυχαίες λέξεις
Unidade στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, ενότητα, συνενώνω, ακεραιότητα, αρμονία, ενοποιώ, μονάδας, συσκευή, μονάδος
Μεταφράσεις: μονάδα, ενότητα, συνενώνω, ακεραιότητα, αρμονία, ενοποιώ, μονάδας, συσκευή, μονάδος