Αλλαγή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αλλαγή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suíço, substituição, interruptor, mudança, alteração, alterações, mudanças, a mudança
Αλλαγή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλλαγή

αλλαγή ονόματος δεη, αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, αλλαγή ώρας 2014, αλλαγή ταυτότητας, αλλαγή επωνύμου, αλλαγή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλλαγή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αλλά στα πορτογαλικά - contudo, somente, só, embora, apenas, mas, porém, ...
  • αλλάζω στα πορτογαλικά - deslocamento, interruptor, tornar, alterar, mudança, trocar, altere, ...
  • αλλεπάλληλος στα πορτογαλικά - a seguir, seguindo, seguinte, seguintes, seguir
  • αλληγορία στα πορτογαλικά - alegoria, allegory, a alegoria, alegorias
Τυχαίες λέξεις
Αλλαγή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: suíço, substituição, interruptor, mudança, alteração, alterações, mudanças, a mudança