Αμφισημία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμφισημία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambiguidade, ambigüidade, ambiguidades, a ambiguidade, a ambigüidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισημία
συντακτική αμφισημία, αμφισημία γλώσσα, λεξική αμφισημία, αμφισημία συνωνυμα, αμφισημία ορισμός, αμφισημία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμφισημία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητούμενος στα πορτογαλικά - controverso, controversa, polêmico, controversos, polêmica
- αμφισβητώ στα πορτογαλικά - incerteza, descobrimento, descoberta, desacreditar, dúvida, duvidar, desprestigiar, ...
- αμόνι στα πορτογαλικά - batente, bigorna, anvil, de bigorna, da bigorna
- αμύγδαλο στα πορτογαλικά - amêndoa, de amêndoa, amêndoas, de amêndoas, amendoeiras
Τυχαίες λέξεις
Αμφισημία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ambiguidade, ambigüidade, ambiguidades, a ambiguidade, a ambigüidade
Μεταφράσεις: ambiguidade, ambigüidade, ambiguidades, a ambiguidade, a ambigüidade