Ανάγλυφος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανάγλυφος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
servidão, repousse, do repousse, repoussé
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάγλυφος
ανάγλυφος χάρτης ελλάδος, ανάγλυφοσ συνώνυμα, ανάγλυφος χάρτης, ανάγλυφοσ τοίχοσ, ανάγλυφος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανάγλυφος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανάβω στα πορτογαλικά - acender, género, luminosidade, alar, débil, elevador, fraco, ...
- ανάγκη στα πορτογαλικά - causa, falta, queira, vagueie, querer, falha, necessitar, ...
- ανάδειξη στα πορτογαλικά - pico, extremidade, acesso, cimo, vértice, promoção, ápice, ...
- ανάθεμα στα πορτογαλικά - anátema, um anátema, anathema, anátemas, maldição
Τυχαίες λέξεις
Ανάγλυφος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: servidão, repousse, do repousse, repoussé
Μεταφράσεις: servidão, repousse, do repousse, repoussé