Ανάγλυφος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανάγλυφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijstand, hulp, erfdienstbaarheid, reliëf, ondersteuning, reliëf op metaal, repousse
Ανάγλυφος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάγλυφος

ανάγλυφος χάρτης ελλάδος, ανάγλυφοσ συνώνυμα, ανάγλυφος χάρτης, ανάγλυφοσ τοίχοσ, ανάγλυφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανάγλυφος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάβω στα ολλανδικά - ontsteken, helderheid, verlichten, licht, aansteken, aansteker, aanmaken, ...
  • ανάγκη στα ολλανδικά - vorderen, motief, verlangen, zucht, wens, zullen, eisen, ...
  • ανάδειξη στα ολλανδικά - toppunt, hoogtepunt, bevordering, summum, topje, openbaarheid, piek, ...
  • ανάθεμα στα ολλανδικά - anathema, banvloek, gruwel, een gruwel, van Anathema
Τυχαίες λέξεις
Ανάγλυφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijstand, hulp, erfdienstbaarheid, reliëf, ondersteuning, reliëf op metaal, repousse