Ανεκτός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανεκτός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tolerável, toleráveis, admissível, aceitável, suportável
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεκτός
ανεκτός συνωνυμο, ανεκτός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανεκτός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανεκτικός στα πορτογαλικά - tolerante, tolerantes, tolerância, tolerante a, tolerantes a
- ανεκτικότητα στα πορτογαλικά - tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à
- ανελέητος στα πορτογαλικά - nebuloso, sombrio, entristece dor, desagradável, imperdoável, implacável, irreconciliável, ...
- ανεμιστήρας στα πορτογαλικά - abanar, famoso, ventilador, ventoinha, fã, ventilador de, fan
Τυχαίες λέξεις
Ανεκτός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tolerável, toleráveis, admissível, aceitável, suportável
Μεταφράσεις: tolerável, toleráveis, admissível, aceitável, suportável