Αποξένωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αποξένωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alienação, a alienação, de alienação, da alienação, afastamento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποξένωση
αποξένωση ζευγαριού, αποξένωση στην εργασία, αποξένωση αντώνυμο, αποξένωση συνώνυμο, αποξένωση από τον πραγματικό κόσμο, αποξένωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποξένωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απονέμω στα πορτογαλικά - partir, distribua, administre, acabrunhar, agraciar, afligir, ungir, ...
- απονομή στα πορτογαλικά - concessão, outorga, atribuição, uma atribuição
- αποξενώνω στα πορτογαλικά - alienar, tornar estranho, Estrange, Estrange A
- αποπαίρνω στα πορτογαλικά - aborrecer, arrebitado, afronta, desprezo, snub, esnobar
Τυχαίες λέξεις
Αποξένωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alienação, a alienação, de alienação, da alienação, afastamento
Μεταφράσεις: alienação, a alienação, de alienação, da alienação, afastamento