Απόφοιτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απόφοιτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gradualmente, graduado, graduar, diplomado, graduação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απόφοιτος
απόφοιτοσ απόφοιτη, απόφοιτος ή απόφοιτη, απόφοιτος/η δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, απόφοιτος λυκείου, απόφοιτος english, απόφοιτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απόφοιτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απόφαση στα πορτογαλικά - decisão, decifrar, decifração, decisões, de decisão, decisão de, de decisões
- απόφθεγμα στα πορτογαλικά - máxima, Maxim, máximo, máxima de, lema
- απόχρωση στα πορτογαλικά - matiz, tonalidade, tom, coloração, cor
- απύθμενος στα πορτογαλικά - sem fundo, insondável, fundo, bottomless, sem fim
Τυχαίες λέξεις
Απόφοιτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gradualmente, graduado, graduar, diplomado, graduação
Μεταφράσεις: gradualmente, graduado, graduar, diplomado, graduação