Ασύστολος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ασύστολος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impiedoso, implacável, cruel, Inclemente, Ruthless
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύστολος
ασύστολοσ συνώνυμο, ασύστολος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασύστολος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ασύρματο στα πορτογαλικά - rádio, sem fio, wireless, sem fios, fio, sem fio de
- ασύστολα στα πορτογαλικά - descaradamente, desavergonhadamente, vergonhosamente, despudoradamente, sem vergonha
- ατάραχος στα πορτογαλικά - calmo, quieto, composto, tranquilo, sossegado, sereno, impassível, ...
- ατάσθαλος στα πορτογαλικά - irregularidade, irregularidades, a irregularidade, de irregularidades
Τυχαίες λέξεις
Ασύστολος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: impiedoso, implacável, cruel, Inclemente, Ruthless
Μεταφράσεις: impiedoso, implacável, cruel, Inclemente, Ruthless