Αταβιστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αταβιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atávico, atávica, atavistic, atávicos, atavismo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αταβιστικός
αταβιστικός λεξικό, αταβιστικός τι σημαινει, αταβιστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αταβιστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ατέλεια στα πορτογαλικά - imperfeição, imperfeições, a imperfeição, falha
- αταβισμός στα πορτογαλικά - atavismo, o atavismo, atavism, atavismos
- αταξία στα πορτογαλικά - desordem, desordenar, desobedecer, ataxia, a ataxia, ataxia de, de ataxia
- αταραξία στα πορτογαλικά - sossego, calma, quietismo, quietude, o quietismo, quietism
Τυχαίες λέξεις
Αταβιστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: atávico, atávica, atavistic, atávicos, atavismo
Μεταφράσεις: atávico, atávica, atavistic, atávicos, atavismo