Ατυχής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ατυχής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infeliz, lamentável, desafortunado, infelizes, infelicidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατυχής
ατυχής στιγμή, ατυχής πόλεμος 1897, ατυχής πόλεμος, ατυχήσ κλιση, ατυχής μετάφραση, ατυχής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ατυχής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ατσάλι στα πορτογαλικά - aço, caldeira, de aço, em aço, do aço, siderúrgica
- ατσαλένιος στα πορτογαλικά - aço, caldeira, um, uma, a, de, de um
- ατυχία στα πορτογαλικά - afligir, distrair, angustiar, acabrunhar, infortúnio, desgraça, infelicidade, ...
- ατόφιος στα πορτογαλικά - compra, puro, comprar, castiço, exatamente como, exatamente igual, exactamente como, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατυχής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: infeliz, lamentável, desafortunado, infelizes, infelicidade
Μεταφράσεις: infeliz, lamentável, desafortunado, infelizes, infelicidade